- αποσπας
- ἀποσπάςἀπο-σπάς-άδος ἥ отломанная ветвь Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποσπάς — ἀποσπάς ( άδος), η (Μ) 1. αποκομμένη, αποχωρισμένη 2. ως ουσ. παραφυάδα αποκομμένη για φύτεμα, καταβολάδα 3. κομμένο σταφύλι, τσαμπί 4. παραπόταμος … Dictionary of Greek
ἀποσπάς — torn off from fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπᾷς — ἀποσπάω tear pres subj act 2nd sg ἀποσπάω tear pres ind act 2nd sg (epic doric aeolic) ἀποσπάω tear pres subj act 2nd sg ἀποσπάω tear pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπάδα — ἀποσπάς torn off from fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπάδας — ἀποσπάς torn off from fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπάδες — ἀποσπάς torn off from fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπάδος — ἀποσπάς torn off from fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποσπάς — άδος, ἡ, Α (δ. γρφ.) βλ. ἀποσπάς … Dictionary of Greek
ἀποσπάδων — masc nom sg ἀποσπάς torn off from fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπάσι — ἀποσπάσῑ , ἀπόσπασις anulsion fem dat sg (epic doric ionic aeolic) ἀποσπάς torn off from fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)